- καλαμπούρι
- [каламбури] ουσ. о. . каламбур
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
καλαμπούρι — Αστεϊσμός, λογοπαίγνιο. Προέρχεται από τη γαλλική λέξη calenbour. * * * το 1. λογοπαίγνιο, χαριτολόγημα, ευφυολόγημα 2. αστείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. calembour] … Dictionary of Greek
καλαμπούρι — το (λ. γαλλ.), χαριτολόγημα, αστείο, λογοπαίγνιο: Αυτός λέει νόστιμα καλαμπούρια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καλαμπουρίζω — [καλαμπούρι] λογοπαικτώ, παίζω με τις λέξεις, λέγω καλαμπούρια … Dictionary of Greek
λογοπαίγνιο — το παιχνίδι με λέξεις που έχουν πολλαπλή σημασία ή με λέξεις που είναι διαφορετικής σημασίας, είναι όμως ομόηχες είτε αυτούσιες είτε σε συνεκφορά με άλλη λέξη, το καλαμπούρι: π.χ. «άπιαστα ιδανικά» ή «άπιαστα ή δανεικά». [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. είναι… … Dictionary of Greek